- ὑπερορνυμένας
- ὑπερορνυμένᾱς , ὑπερόρνυμαιrise up overpres part mp fem acc plὑπερορνυμένᾱς , ὑπερόρνυμαιrise up overpres part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερόρνυμαι — Α υψώνομαι πάνω από κάτι, επικρέμομαι («ἄτας ὑπερορνυμένας πόλει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὄρνυμαι «επιτίθεμαι, ορμώ»] … Dictionary of Greek